- εξηντάδα
- ησύνολο 60 ομοειδών μονάδων ως νέα μονάδα, εξηνταριά (πρβλ. δεκάδα, δωδεκάδα κτό.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξηνταριά — η 1. εξηντάδα (βλ. λ.). 2. (συνήθ. με το μια ή καμιά), περίπου εξήντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)